ἀγλαία

ἀγλαία
ἀγλᾰῑα (-α, -ας, -ᾳ, -αν; -ᾶν, -αις, -αισιν.)
a triumph πάτρῳ τἐπερχόμενος ἀγλαίαν ἅπασαν (Bergk: ἀγλαίαν ἔδειξεν ἅπασαν codd.: ἅπασαν del. byz.) P. 6.46 ὅσαις δὲ βροτὸν ἔθνος ἀγλαίαις

ἁπτόμεσθα P. 10.28

esp. in games,

σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος ἐνναλία τ Ἐλευσὶς ἀγλαίαισιν O. 9.99

πολλὰ μὲν νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν ἄκραις ἀρεταῖς ὑπερελθόντων ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις O. 13.14

σπεῖρέ νυν ἀγλαίαν τινα νάσῳ N. 1.13

ἐν Κρίσᾳ δ' εὐρυσθενὴς εἶδ Ἀπόλλων μιν πόρε τἀγλαίαν I. 2.18

b triumphal festivity, celebration φόρμιγξ . τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, ἀγλαίας ἀρχά, P. 1.2

ἀγλαίαισιν δ' ἀστυνόμοις ἐπιμεῖξαι λαόν N. 9.31

Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ' ἀοιδᾶν δεύτερον fr. 75. 7. ὀρχήστ' ἀγλαίας ἀνάσσων, εὐρυφάρετ Ἀπολλον fr. 148.
c fragg. ]

ἀγλαιᾶν Pae. 3.5

]ων ἀγλαίαις[ fr. 215. 10.
d pro pers., Festivity, one of the Graces, cf. Hes. Theog. 906—9.

ὦ πότνἰ Ἀγλαία φιλησίμολπέ τ' Εὐφροσύνα, θεῶν κρατίστου παῖδες O. 14.13

ἀριστεύοισιν καὶ χοροὶ καὶ Μοῖσα καὶ Ἀγλαία fr. 199. 3.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἀγλαία — Ἀγλαίᾱ , Ἀγλαία fem nom/voc/acc dual Ἀγλαίᾱ , Ἀγλαία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαία — ἀγλαΐᾱ , ἀγλαία splendour fem nom/voc/acc dual ἀγλαΐᾱ , ἀγλαία splendour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγλαίᾳ — Ἀγλαίᾱͅ , Ἀγλαία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαίᾳ — ἀγλαΐαι , ἀγλαία splendour fem nom/voc pl ἀγλαΐᾱͅ , ἀγλαία splendour fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγλαΐα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις τρεις Χάριτες, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης, προσωποποίηση της ευθυμίας. Κατά τον Ησίοδο ήταν η νεότερη από τις τρεις Χάριτες και σύζυγος του Ηφαίστου. 2. Σύζυγος του Αμυθάονα, από τον οποίο γέννησε… …   Dictionary of Greek

  • Αγλαΐα — η κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μητροπούλου, Αγλαΐα — (Αθήνα 1929 –). Ιστορικός, λογοτέχνης και κριτικός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια του Παρισιού και του Λονδίνου. Κριτικές στις μελέτες έχουν… …   Dictionary of Greek

  • Ἀγλαίας — Ἀγλαίᾱς , Ἀγλαία fem acc pl Ἀγλαίᾱς , Ἀγλαία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαίας — ἀγλαΐᾱς , ἀγλαία splendour fem acc pl ἀγλαΐᾱς , ἀγλαία splendour fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγλαιάων — Ἀγλαιά̱ων , Ἀγλαία fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαιάων — ἀγλαϊά̱ων , ἀγλαία splendour fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”